διφρία

διφρία
διφρίᾱ , δίφριος
of a chariot
fem nom/voc/acc dual
διφρίᾱ , δίφριος
of a chariot
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
διφρίον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δίφρια — επίρρ. (Α) φρ. «δίφρια συρόμενος» ενώ τόν έσερνε ο δίφρος …   Dictionary of Greek

  • δίφρια — δίφριος of a chariot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφρος — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού άρματος όπου κάθονταν ο αρματηλάτης και ο πολεμιστής. Αργότερα, ονομάστηκε δ. το ίδιο το άρμα ή η άμαξα. Στους ηρωικούς χρόνους η δ. ήταν εξάρτημα του πολεμικού άρματος, όπου κάθονταν ο ηνίοχος και ο παραβάτης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”